ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΑΚΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ.
Στον χωρο αυτο συγκεντρωνεται ολο το υλικο που αφορα τον Ακο Δασκαλοπουλο: ποιηματα, στιχοι, βιβλια, φωτογραφιες, ηχητικα ντοκουμεντα, συνεντευξεις στην τηλεοραση, αναμνησεις ...
12 Μαρ 2009
Έλα να σβήσεις τη φωτιά
Το 1970 κυκλοφόρησε ο 1ος προσωπικός δίσκος της Ρένας Κουμιώτη. Περιελήφθησαν 3 τραγούδια του Άκου Δασκαλόπουλου. Το ένα από αυτά ήταν το «Μέθυσα και τρέχω» που αποτελεί μέρος της συλλογής του δίσκου «Γύφτισσα μέρα». Τα 2 άλλα, σε μουσική Μ. Πλέσσα υπάρχουν και στην συλλογή Κουμιώτη 34 αυθεντικές εκτελέσεις» του 1995. Το «Έλα να σβήσεις τη φωτιά» τραγουδιέται και στην ταινία του Νίκου Φώσκολου του 1969 «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» από την Μάρθα Καραγιάννη.
Αν θες ν' ακούσεις πώς χτυπά για σένα η καρδιά μου σκύψε μια νύχτα πάνω μου και πάρε τα φιλιά μου. Έλα να σβήσεις τη φωτιά γλυκά, βαθιά μου μάτια. Πριν γίνει στάχτη όλη η γη κι ο ουρανός κομμάτια. Αν θες να γίνει μια βραδιά ζωή σου η ζωή μου έλα σαν θάλασσα βαθιά να λούσω το κορμί μου.
Η ακρόαση των περισσότερων μουσικών κομματιών είναι δυνατή. Ενεργοποιείστε τα ηχεία σας.
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ
Ο φυσικός θάνατος δεν είναι το τέλος. Η λήθη μόνο φέρνει το τέλος. Ο Άκος θα πεθάνει όταν όλοι όσοι τον γνωρίσαμε τον ξεχάσουμε και όταν οι νεότεροι δεν θα τον γνωρίζουν.
Έρωτα ήσουν η δύναμη που μ’ απογείωσε. Τώρα ουράνιος φεύγω μέσα σε νεφέλες χωρίς το βάρος μου ν’ αντιλαμβάνομαι σαν τα μεγάλα πουλιά τα πρωινά πάνω από βράχους αιχμηρούς και δάση Λάμνοντας … Όμως κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, η γης θα με κερδίσει για πάντα.
Τα σχέδια που δημοσιεύονται σε αυτό τον χώρο προέρχονται από τα βιβλία του Άκου Δασκαλόπουλου και είναι του Ράλλη Κοψίδη.
Γραφει για τον Ακο δασκαλοπουλο ο συνθετης & μουσικος μελετητης Κωστας Μυλωνας
(αποσπάσματα από τον δεύτερο τόμο της "Ιστορίας του Ελληνικού τραγουδιού" Εκδ. Κέδρος) ... Το ύφος των τραγουδιών του Άκου Δασκαλόπουλου είναι καθαρά λυρικό & βαθιά επηρεασμένο από την ελληνική ποίηση στο σύνολό της & ιδιαίτερα από το δημοτικό τραγούδι. Ο στίχος του δοσμένος πάντα με ευαισθησία & συγκίνηση, έχει τεχνική αρτιότητα & γνήσια ποητική διάθεση... Έχει μια αξιοθαύμαστη ικανότητα να δημιουργεί επιτυχίες, χωρίς να κάνει καμία απολύτως υποχώρηση στην ποιότητα... Η δουλειά του στο τραγούδι, μολονότι δεν έχει αποσυνδεθεί από τον καθαρά ποιητικό λόγο, έχει την αμεσότητα, τη δροσιά & τη χάρη της λαϊκής φόρμας.
ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΚΟ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟ Ο ποιητης Ν. ΝΤΟΚΑΣ
(ομιλία του ποιητή στην εκδήλωση στον ΙΑΝΟ) Πρέπει να ομολογήσω ότι μου είναι δύσκολο να μιλήσω για τον Άκο Δασκαλόπουλο σαν να μην είναι παρών. Ακόμα περισσότερο όταν ξέρω ότι δε θα ακούσει αργότερα από κάποιον αυτά που είπα κι έτσι δεν θα μπορεί να τα σχολιάσει με ένα παιχνιδιάρικο σαρκασμό που θα κρύβει όμως και μια ανησυχία, όπως όταν μου έγραφε: ‘εσύ που όλα τα ξέρεις και βρήκες το λάθος μου’. Ο Άκος Δασκαλόπουλος είναι ποιητής. Όχι ποιητής και κάτι άλλο –συγγραφέας, δημοσιογράφος, γιατρός. Είναι μόνο ποιητής. Σε όλη την ενήλικη ζωή του ασχολήθηκε μόνο με την ποίηση: έζησε σαν ποιητής και κέρδισε το ψωμί του σαν ποιητής. Περπατούσε στο δρόμο, ταξίδευε με την Ψαριανή, ερωτευόταν σαν ποιητής. Έτσι, λοιπόν, θα σας διαβάσω πρώτα ένα ποίημα του Άκου Το Πέλαγο (Από το Ερημονήσι, 1976) Μια ψυχή αλάθητη Βρίσκει κατάκαρδα το πέλαγο Κι απ΄ την πληγή την πιο χαριτωμένη Πηδάει το αίμα του καιρού Ακούς και βλέπεις λόγια Αυτοκτονούν τα κάστρα και στη θέση τους Μικροί παράδεισοι γιατρεύουνε Την Ιστορία Ξέρω¨ θ’ αντέξουμε τη βαναυσότητα Με λόγια πιο απαλά κι απ΄ τον αιθέρα Κι όλ’ η περιφρόνηση θα πέσει πάνω μας Σήκω λοιπόν και χόρεψε Πάνω σ’ αυτό το κύμα Μες στο θολόν ορίζοντα Να δούνε τι αξίζεις. Ο Άκος Δασκαλόπουλος είναι ένας λυρικός και ελεγειακός ποιητής. Στοχαστικός ακόμα και στον έρωτα που επίμονα καταπιάστηκε να τραγουδήσει και να υποτάξει στους ρυθμούς της γλώσσας του. Έφτιαξε ένα δικό του ονειρικό σύμπαν γεμάτο άστρα, καράβια, κορίτσια και θαλασσινά λειβάδια, όπου το παιχνίδι, ο έρωτας, η απόλαυση αποτελούν τον αυθεντικό μύθο του βίου. Και αυτό γιατί στον κόσμο της πραγματικότητας (λέει) «παντού πυροβολάνε/ τους λυπημένους/ εραστές και γαλατάδες». Ένας ποιητής του έρωτα που σπάνια διασώζεται και της χαράς που δεν φτάνει ποτέ στη μακαριότητα έχει ίσως λόγους να καταγγέλλει την αλαζονεία και το αφιλόξενο του κόσμου ή τη βαρβαρότητα των καταστάσεων. «Λάμπει αγέρωχο το μεγαλείο των δυστυχισμένων», λέει, ενώ «Έρχονται οι δολοφόνοι/ που ποτές δεν κουράζονται/ να χτυπήσουν τα πλήθη/ με πιστόλια και μ’ άρματα». Θα ήταν όμως λάθος να τον κατατάξουμε σε πολιτικά σχήματα και ιδεολογίες, παρόλο που την ποίησή του διατρέχει ένα υπόγειο ρεύμα κοινωνικής προβληματικής που κάποτε φτάνει στην επιφάνεια, ένα ρεύμα απροσδιόριστης σχεδόν κατεύθυνσης αλλά συγκεκριμένης καταγωγής: «Χαράδρες με του σπίνου τη λαλιά/ Ιώβειες μαργαρίτες και γαλάζια του θυμαριού φωνήεντα/ Έχω το χάρισμα να σας ξαναγεννώ/ Κι άστεγος μια ζωή να σας κουβαλάω/ Σε φτωχικά σπιτάκια κι αιωνόβιες καμαρούλες/ Όπου εκεί τρυφερά μου σπαράγματα/ Μέσα στο ντελικάτο χορτάρι του αναστεναγμού/ Μέλι σταλάζει τ’ όνειρό μου». Κάποτε ο ποιητής αντίκρισε ένα πανέκλαμπρο στρατό να «έρχεται στα χέρια κρατώντας ένα καλύτερο μέλλον» αλλά αυτό το όραμα ξεθώριασε και ο κόσμος έμεινε ανεφρόντιστος με «ψεύτικα στολίδια». Ο κόσμος της Ελλάδας –θα πει- «Ένας καθρέφτης πια θολός/ σκύβω κοιτώ και δεν μπορώ/ να δω το πρόσωπό μου». Όμως ο ποιητής δεν υποτάσσεται στη μοίρα αυτή. («Ζώντας μες στ’ όνειρο του βίου/ επισκευάζοντας όπως μπορώ/ το χαλασμένο απ΄ όλους μέλλον») θα αψηφήσει «Ερπύστριες/ πολυβόλα κράνη προφυλακτικά και σκοπιμότητες». Ίσως, όμως, υπερβάλλω μακρηγορώντας για την κοινωνική προβληματική του. Γιατί ο ίδιος ομολογεί «Να ζούμε να μη ζούμε δεν ξεδιάλυνα». Ο Ακος Δασκαλόπουλος δεν έγραψε πολλή ποίηση ούτε ενδιαφερόταν για την ποσότητα. Εξέδωσε τέσσερις όλες κι όλες ποιητικές συλλογές. Πάντως στα χρόνια της δημιουργικής του έξαρσης έγραψε και πολλά τραγούδια. Στίχους για τραγούδια που δεν περιέλαβε στις ποιητικές συλλογές του αλλά για τους οποίους έτρεφε μεγάλη αγάπη και ας θεωρούσε αυτή την ενασχόληση επαγγελματική. Έναν τρόπο –αφού άλλον δεν είχε και δεν ήθελε- να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Στα τραγούδια του, όπως στα ποιήματά του, ο Άκος Δασκαλόπουλος μιλάει με εικόνες. Παραπέμπει συχνά στη θάλασσα και απεικονίζει τα συναισθήματα με μεταφορές από τη φύση –τον ήλιο, τον αέρα, τη βροχή ή άλλοτε τη βροχούλα. Στην ποίησή του, η «αγαπημένη γυναίκα» είναι παρούσα εν τη απουσία της. Συνήθως ανακαλείται ως μνήμη «πολύ που σε αγάπησα». Αλλά πάντα υπάρχει μια «φοβερή μοναξιά» ακόμα κι όταν «Ανοίγοντας τα ρούχα σου με δέχεσαι/ Δείχνεις τα ωραία στήθη παραμιλάς/ Ολέθρια διαστέλλεται η εκκλησία της νύχτας/ Κι έτσι για λίγο αυτό το κύμα που φουσκώνει/ Φέρνει εδώ στη συντριμμένη ώρα/ Τα χνάρια απ΄ τα αλμυρά σου πέλματα/ Τότες που έτρεχες γυμνή και σ΄ έπαιρνε ο άνεμος». Ο κόσμος μπορεί να ξεφτίζει και να χάνεται, ο ποιητής όμως ζει στον δικό του χρόνο, ένα χρόνο που διαφυλάσσει ζηλότυπα για να μπορεί να λειτουργεί μέσα του με άνεση. Γιατί ο ποιητής ζει με τα όνειρα και με τις εικόνες που φέρνει από τα βάθη της η μνήμη. Ακόμα κι όταν μιλάει σε χρόνο παρόντα είναι οι μνήμες που φέρνουν τις εικόνες του έρωτα. Ο ποιητής άφθαρτος βιώνει τη μελαγχολία. Βλέπει τον κόσμο να χάνεται και μάταια (;) πασχίζει να περισώσει κάτι από τη φθορά του. «Θέλω να πω κάτι για σένα πριν χαθείς και μιλώ διαρκώς για τα πράγματα. Είμαι μόνος στη μέση των πραγμάτων κι εσύ χάνεσαι –δεν έχω τρόπο να σε υπερασπιστώ.» Ο Άκος Δασκαλόπουλος τραγουδάει τον έρωτα πότε με ρυθμούς γρήγορους και άλλοτε ράθυμα. Την άλλη του μεγάλη αγάπη, τη θάλασσα, την έχει πάντα σαν καταφύγιο κι ας είναι αυτή που τον καταδιώκει ακόμη και στον ύπνο του. Την οδύνη τη χρωματίζει με τα ζωηρά του χρώματα, στερώντας της το ζοφερό της χαρακτήρα. Ο θάνατος δεν τον απασχολεί παρά σαν υπόσχεση ζωής: «Τώρα ξεχνώ και μεσημέρι και ποιήματα/ το πιο ωραίο ποίημα/ το χώμα». Οι εικόνες κατακλύζουν τον ποιητή, αλλά η έγνοια του είναι η γλώσσα. Επιλέγει τις λέξεις του διόλου αβασάνιστα και παλεύει με την έκφραση για να αναπαραστήσει, ελλειπτικά ίσως, τον κόσμο των πραγμάτων, των συναισθημάτων και των αισθήσεων. Ο λυρισμός του περιεχομένου αντιδιαστέλλεται με την ακρίβεια των λέξεων και τη λιτότητα των σχημάτων που το περιγράφουν. Ο Άκος είναι ένας εστέτ της έκφρασης, παρόλο που στο τελευταίο του βιβλίο υπάρχουν στιγμές που δείχνουν ότι άρχισε να ρέπει προς τη γυμνή και ωμή έκφραση, διατηρώντας όμως το καυστικό χιούμορ του καθώς στοχάζεται αυτόν τον «πούστη κόσμο» που δεν αφήνει να γεννηθούν ποιητές. Λέω να τελειώσω με ένα ακόμα δημιούργημά του, από τη συλλογή «Διασκεδαστικός Υλισμός». Τι είναι ποίηση (Ορισμός της ελεεινής μορφής) Η μάνα μου όταν έχει κέφια Και θέλει να πει ‘παραλίγο’ ‘παρ΄ ολίγον’ καθώς λέγαν οι καθηγητάδες μας λέει, ‘παραγουρουνότριχα’… Ορίστε;
ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΚΟ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Δ. ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
(αποσπάσματα από άρθρο του ποιητή στην εφημερίδα ΤΑΪΜ ΑΟΥΤ) Ο στίχος του Άκου υπήρξε πάντοτε απλός, λυρικός, ευαίσθητος, με μια ξεχωριστή αξιοπρέπεια & μια αίσθηση νοσταλγίας & πίκρας... Τώρα ταξιδεύει κι αυτός στις γειτονιές του φεγγαριού, να ανταμώσει τον φίλο του το Νίκο Καρούζο και τους άλλους ποιητές, ο Άκος το τρυφερό παιδί της ποίησης & της αθάνατης εποχής των μπουάτ... Αντίο Άκο... Αντίο φίλε... Αντίο συναγωνιστή.
γραφει για τον Ακο Δασκαλοπουλο ο συνθετης Μ. Τερζης
(αποσπάσματα από την συνέντευξη του συνθέτη στον δημοσιογράφο Τάσο Καραντή-Περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ) Ο Άκος ήταν άνθρωπος με βαθιά γνώση της τέχνης γενικά όχι μόνο της ποιήσεως. Καπετάνιος οπωσδήποτε, με μεγάλη λατρεία για την θάλασσα. Μια μέρα παραλίγο να φουντάρουμε στον Ευβοϊκό αφού με επτά μποφόρ και ισχυρά ρεύματα εκείνος μου διάβαζε την «Αμοργό» του Γκάτσου και η «Ψαριανή» αγκομαχούσε στα κύματα… Σπουδαίος παραμυθάς και γλώσσο-μάστορας. Του άρεσε να ακούει ιστορίες από απλούς ανθρώπους της θάλασσας και εκείνοι τον σέβονταν για τις γνώσεις του. Ποιητής με απαράμιλλο λυρισμό, και αισθαντικότητα. Λεπτολόγος με υπέροχες ρίμες, πρωτοτυπία στην θεματική του και κατασταλαγμένες κουβέντες.
Ενα ποιημα της Καιτης Κ. στον Ακο
Κάλεσμα
Δεν άκουσα απόψε τη φωνή σου και η σιωπή σου μ’ αφήνει στο σκοτάδι μοναχή. Δεν ήλθες στης αγάπης μου το μήνυμα και μίκρηνα και γίνηκα σταγόνα απ’ τη βροχή.
Φθινόπωρο και είσαι μακριά μου και απ’ τα όνειρά μου εχάθηκε η ελπίδα και το φως. Μαράθηκαν στο βάζο τα λουλούδια και τα τραγούδια τα καίει ο πόνος και ο καϋμός.
Που είναι τα μάτια σου; Που είναι το γέλιο σου; Που είναι το βλέμμα εκείνο το ζεστό; Ζητώ μια λέξη, η καρδιά ν’ αντέξει. Δοσ’ μου το χέρι σου μονάχα να πιαστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου